- λογοτέχνημα
- το, -ατοςτο έργο ενός λογοτέχνη: Το λογοτέχνημά του αναφέρεται στην προπολεμική περίοδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογοτέχνημα — το λογοτεχνικό έργο, σύγγραμμα με λογοτεχνική αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τέχνημα < τεχνῶμαι), πρβλ. καλλι τέχνημα, κομψο τέχνημα] … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογογράφημα — το (Α λογογράφημα) [λογογραφώ] νεοελλ. γραπτό κείμενο ή σύγγραμμα επιμελημένο ως προς το ύφος και τη μορφή, λογοτέχνημα αρχ. σύγγραμμα σε πεζό λόγο … Dictionary of Greek
χρονογράφημα — Πεζογράφημα, μάλλον σύντομο, που συνήθως πραγματεύεται επίκαιρα θέματα και εντάσσεται συχνά στον χώρο της λογοτεχνίας. Το χ. αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, στοχεύει μάλιστα σε ευρύτερες επιδιώξεις από τη συνηθισμένη… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
Παπαδοπούλου, Αρσινόη — (1853 – 1969). Διηγηματογράφος που έγραψε έργα κατάλληλα για παιδιά. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Μασσαλία και στο Λονδίνο και δίδαξε στο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μία από τις πρώτες Ελληνίδες που καλλιέργησαν συστηματικά το παιδικό… … Dictionary of Greek
πορνογράφημα — το, ατος λογοτέχνημα, θέαμα κτλ. πορνικής υπόθεσης: Απαγορεύεται η κυκλοφορία των πορνογραφημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)